- δίνω
- (I)και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω)Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω2. χαρίζω, παρέχω («τού 'δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον»)3. κληροδοτώ («τού 'δώσε τ' αμπέλι»)4. προσφέρω, αφιερώνω στον Θεό ή στους Αγίους («τά 'δωσε στην Παναγία»)5. (για τον Θεό) παρέχω, κάνω να... («ο Θεός να δώσει», «Θεὸς... ἔδωκε πόλιν οἰκίζειν»)6. (για γονείς) δίνω σε γάμο την κόρη μου («τής δίνουν ένα δάσκαλο κι αυτόν δεν τόνε θέλει»)7. παραχωρώ εργάτες, στρατιώτες, προσωπικό κ.λπ. για την εκτέλεση υπηρεσίας («θα τού δώσουν δυο-τρεις μαστόρους»)8. χορηγώ («τους έδωσαν τη νίκη», «κῡδος ἐδίδου»)9. απονέμω («ποιο γυμνάσιο σού 'δώσε το απολυτήριο», «δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς»)10. επιτρέπω («δεν τής έδωσε ο πνευματικός να κοινωνήσει», «δεδωκότων αὐτῷ τῶν νόμων...»)11. παραδίνω ως λεία («θα σέ δώσω στα σκυλιά», «Ἕκτορα κυσίν... δώσειν»)12. πληρώνω κάποιον, καταβάλλω μισθό ή αμοιβή για εργασία13. δίνω φιλοδώρημα14. υποβάλλω αίτηση ή αναφορά15. φρ. α) «δίνω γνώμη», «γνώμην δίδωμι» — προτείνω, προβάλλω κάποια άποψηβ) «δίνω όρκο», «ὅρκους ἔδωκαν» — ορκίζομαιγ) «δίνω δάνειο» — δανείζωδ) «δίνω προσοχή» — προσέχωε) «δίνω ψήφο» — ψηφίζω16. μέσ. δίνομαι, δίδομαιαφιερώνομαι, αφοσιώνομαι ή ασχολούμαι με κάτι ένθερμα, με ζήλο17. (παθ. γ' προσ.) μαθημ. «δίδεται σημείο σε ευθεία» — παρέχεται υποθετικάμσν.- νεοελλ.1. (με ουσ. που φανερώνει ενέργεια) διεξάγω, διοργανώνω («δίνω χορό», «δίνω συναυλία»)2. προικίζω («τής δίνει ο πατέρας της καράβι αρματωμένο»)3. καθορίζω4. παραχωρώ μια περιοχή σε κάποιον5. ανακοινώνω (α. «έδωσε το κείμενο τής συμφωνίας» β. «έδωσε στη δημοσιότητα» γ. «δίδει τὸ μικρὸν μήνυμα»δ) «ἐδίδουν τὸ μέγα μήνυμα» — σε εκλογή επισκόπου)6. ελεώ («δίνει στους φτωχούς», «ἔδωκε τοῑς πένησι»)νεοελλ.1. (για κτήματα, ζώα, επιχειρήσεις κ.λπ.) παράγω, αποφέρω κέρδος2. πουλάω («δίνει το σπίτι του όσο όσο»)3. (ως συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός) παρουσιάζω θεατρικό έργο4. (για πράξεις μαθηματικών) δίνω ως εξαγόμενο5. (λογιστική) «δοῡναι καὶ λαβεῑν» — πίστωση και χρέωση6. φρ. α) «δίνει σημεία ζωής» — κάνει γνωστή την ύπαρξη τουβ) «δεν δίνει σημεία ζωής» — εξαφανίστηκεγ) «δίνει και παίρνει» — διαδραματίζει σπουδαίο ρόλοδ) «τού δίνω (δρόμο)» — φεύγω γρήγοραε) «τού 'δώσε τα παπούτσια στο χέρι» — τόν έδιωξεστ) «τού δίνω να καταλάβει» — εξηγώ με λεπτομέρειεςζ) «τού 'δωσα να καταλάβει» — τόν έδειραη) «δίνω τον λόγο μου» — υπόσχομαιθ) «δίνω λαβή» — γίνομαι αφορμήι) «δίνω βάρος» — κουράζω, ενοχλώια) «δίνω τη στέλλα» — δίνω σε ξύλα ή μαδέρια το σχήμα γωνίας προσαρμόζοντας τα στον γνώμοναιβ) «δώσε, δώσε» — με επίμονη προσπάθειαιγ) «δεν δίνω δυάρα» — αδιαφορώιδ) «δίνω χέρι» — βοηθώιε) «τό 'δωσε» (ενν. το μυαλό)είναι τρελόςιστ) «μού δίνει στα νεύρα» ή «μού τή δίνει» — με εκνευρίζειιζ) «τό δίνει» — με άσεμνη σημασία για γυναίκα ή κίναιδομσν.1. αφιερώνω (στίχους ή σύγγραμμα)2. επιβάλλω, έχω ρυθμίσει («καθὼς τὸ δίδει ἡ τάξις»)3. φρ. α) «δίδω τὸ κοινὸν χρέος» — πεθαίνωβ) «δίδω πρόσωπον» — αντιμετωπίζω κάποιον εχθρόαρχ.1. διορίζω, εγκαθιστώ2. παραδέχομαι σε συζήτηση, συμφωνώ3. διδάσκω κάτι σε κάποιον4. φρ. α) «δίδωμι τινά τινι» — συγχωρώ κάποιον με τη μεσολάβηση κάποιου άλλουβ) «δίδωμι λόγον, ευθύνας» — λογοδοτώγ) «δίκην δίδωμι» — τιμωρούμαιδ) «γράμματα δίδωμι» — κλείνω συμφωνίαε) «ἐμβολὴν δίδωμι»(για πλοίο) πλήττω με το έμβολοII. (μτχ. παθ. παρακμ.) δεδομένος και δοσμένος, -η, -ο (AM δεδομένος, -η, -ον)1. αυτός που έχει δοθεί, προταθεί, ανακοινωθεί, παραχωρηθεί κ.λπ.2. (το ουδ. εν. ή πληθ.) το δεδομένο ή τα δεδομέναα) ό,τι θεωρείται ως βάση για περαιτέρω συλλογισμούς, έρευνες κ.λπ. («πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι...», «τα δεδομένα τής επιστήμης»)β) καθορισμένο, καθιερωμένο («είναι δοσμένο εκ θεού», «δεδομένον ἄνωθεν»)αρχ.1. οι δεδομένοιιερείς στον ναό τού Σολομώντος2. τα δεδομένατίτλος έργου τού Ευκλείδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δίδωμι εντάσσεται σε μια ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται σε αρχική ΙΕ ρίζα *de∂3- / *d∂3- (αρχ. ελλ. δω- / δο-) «δίνω», η οποία απαντά σε όλες σχεδόν τις ΙΕ γλώσσες. Εξαιτίας τής κοινωνικής αξίας τής έννοιας της και τής ιδέας τής αμοιβαιότητας που ενυπάρχει σε αυτήν, με την ίδια ρίζα εκφράστηκε επίσης και η αντίθετη έννοια τού «παίρνω» (πρβλ. χεττ. dā- «παίρνω», ινδοϊραν. ā-dā- «δέχομαι»). Ο ενεστωτικός τ. δίδωμι, αναδιπλασιασμένος με -ι- (πρβλ. οσκ. didest «θα δώσει») αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. dadati, αβεστ. dadāiti, «δίνει», πιθ. λατ. reddo (< *re-di-do). Στον μέσο αόρ. έδοτο απαντά η συνεσταλμένη βαθμίδα *d∂3 (αρχ. ελλ. δο-) τής αρχικής ρίζας (πρβλ. αρχ. ινδ. a-di-ta, βενετ. jo-to) που εμφανίζεται επίσης και στο ρηματικό επίθετο δοτός(πρβλ. λατ. dătus). Ο ενεργητικός αόρ. έδωκα πιθ. οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. έθηκα, ήκα) αντί τ. *έδων (πρβλ. έστην) με μακρόφωνη βαθμίδα (πρβλ. αρχ. ινδ. ā-dāt, αρμ. et (< *e-dōt). Ο απαρμφ. τ. δούναι (πιθ. < *δοεναι ή *δoFνaı) αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. dāvane. Εξάλλου η ρίζα δω- / δο- εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη (πρβλ. δώτωρ, που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. datār- δόσις, πρβλ. λατ. datioδώρον, πρβλ. αρμ. tur, αρχ. σλαβ. darŭ, λατ. dōnum, αρχ. ινδ. dānam με παραλλαγή τών r / n. Τέλος το θ. τού δίδωμι εμφανίζεται με τη μορφή δωσι- (για τον σχηματισμό βλ. λ. τερψίμ-βροτος) ως α' συνθετικό (πρβλ. αρχ. ινδ. dāti- στο dāti-vāta «όποιος κάνει δώρα») σε σύνθετα (πρβλ. δωσί-δικος). Ο νεοελλ. τ. δώνω σχηματίστηκε από το θ. τού αορ. τού δίδωμι (πρβλ. έστρωσα - στρώνω).ΠΑΡ. δόσις, δώρον, δωρεάαρχ.δοτήρ, δοτός, δως.ΣΥΝΘ. αναδίδω (Α αναδίδωμι)αποδίδω (Α αποδίδωμι), διαδίδω (Α διαδίδωμι), εκδίδω (Α εκδίδωμι), ενδίδω (Α ενδίδωμι), επιδίδω (Α επιδίδωμι), καταδίδω (Α καταδίδωμι), μεταδίδω (Α μεταδίδωμι), παραδίδω (Α παραδίδωμι), προδίδω (Α προδίδωμι), προσδίδω (Α προσδίδωμι)αρχ.αντιδίδωμι, εισδίδωμι, συνδίδωμι, υπερδίδωμι, υποδίδωμινεοελλ.καλοδίνω, ματαδίνω, ξαναδίνω, ξεδίνω, πολυδίνω, ψυχοπαραδίνω].————————(II)δίνω και αιολ. τ. δίννω (Α)αλωνίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Την ύπαρξη τού ρήματος δίνω, παράλληλου τ. τών δινώ, δινεύω αλλά με σημασία «αλωνίζω», πιστοποιούν οι μεμονωμένοι τύποι δινέμεν (ήδη στον Ησίοδο), δινομένην και αποδίνωντι. Το διπλό -ν- (πρβλ. αιολ. δίννω), που απαντά κατά κύριο λόγο σε ρηματικούς παρά σε ονοματικούς τύπους, εξηγείται ως υπεραιολισμός (βλ. και λ. δίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.